δακτυλίωση

δακτυλίωση
[-ις (-εως)] η кольцевание (птиц)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δακτυλίωση" в других словарях:

  • δακτυλίωση — η η τοποθέτηση δακτυλίου από ελαφρό μέταλλο στο πόδι αποδημητικού πτηνού, που βοηθάει συνήθως σε μελέτες σχετικές με τη μετανάστευση τών πτηνών …   Dictionary of Greek

  • δακτυλίδωση — η 1. το πέρασμα μεταλλικής στεφάνης σε αντικείμενο που έχει σχήμα κυλινδρικό, για ενίσχυση τής αντοχής ή για διακόσμηση 2. η δακτυλίωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»